Όσο η ελληνική κρίση βαθαίνει, και μάλιστα με τάσεις ορατής πια κοινωνικής έκρηξης τόσο, δυστυχώς, οι παράλογες και εκβιαστικές –υπό τα καυδιανά δίκρανα των όρων δανεισμού της Χώρας- απαιτήσεις της Τρόικας, μέσω των νόμων που, κατ’ αποτέλεσμα, αυτή επιβάλλει να ψηφίζει η Βουλή των Ελλήνων, συνιστούν παραβίαση της εθνικής μας κυριαρχίας. Συνιστούν όμως επίσης και παραβίαση της δημοκρατικής αρχής στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου, η οποία αποτελεί βασική συνιστώσα του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος, έως ότου αυτό φθάσει στο όριο της πλήρους ενοποίησης. Επιπροσθέτως –και κατ’ ακολουθία- πλήττουν τον ίδιο τον πυρήνα πολλών θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.
I. Το νοιώθουμε σήμερα όλοι, ιδίως δε οι οικονομικώς ασθενέστεροι που το βιώνουν με πολύ μεγαλύτερη ένταση, ότι ζούμε μια ζοφερή περίοδο πρωτόγνωρης δοκιμασίας και του θεσμικού οπλοστασίου, το οποίο θωρακίζει τα δικαιώματα του ανθρώπου. Και, εν τέλει, ακόμη και τις βασικές ρήτρες του Συντάγματος που αφορούν την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1), την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (άρθρο 5 παρ. 1) και την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος). Παραθέτω ορισμένα παραδείγματα δικαιωμάτων, τα οποία έχουν καταστεί θύματα των κατά παραγγελία της Τρόικας νομοθετικών ρυθμίσεων:
Α. Στο πλαίσιο των ατομικών δικαιωμάτων θίγονται καταφώρως π.χ.:
1. Το κατά το άρθρο 9Α του Συντάγματος δικαίωμα προστασίας από την αυθαίρετη συλλογή, επεξεργασία και χρήση προσωπικών δεδομένων.
2. Το κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, η αφαίμαξη της οποίας επιχειρείται μέσα από τα πολλαπλά και διασταυρούμενα πυρά φόρων, που παραβιάζουν περαιτέρω κάθε έννοια ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος). Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δίνουν οι διατάξεις του άρθρου 53 του ν.4021/2011, με τις οποίες «θεσμοθετήθηκε» το περιβόητο «Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών».
3. Στο πλαίσιο των –υπό την ευρεία του όρου έννοια- κοινωνικών δικαιωμάτων πλήττονται, στα θεμέλιά τους, οι πυλώνες του κοινωνικού κράτους, μέσα από την ωμή παραβίαση δικαιωμάτων, όπως π.χ.:
1. Το δικαίωμα που αφορά την προστασία της οικογένειας (άρθρο 21 του Συντάγματος).
2. Τα δικαιώματα που αφορούν την εργασία, την κοινωνική ασφάλιση και, ιδίως, τη συλλογική αυτονομία, μέσα από τη ρήξη του κανονιστικού πλέγματος, το οποίο καθιερώνει ο και διεθνώς –π.χ. μέσω των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας 98/1949, 151/1978, 154/1981- κατοχυρωμένος θεσμός της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (άρθρα 22 και 23 του Συντάγματος).
Γ. Στο πλαίσιο των μικτών δικαιωμάτων παραπαίει, στην κυριολεξία, π.χ. το κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα δικαστικής προστασίας, μέσα από ρυθμίσεις που είτε καθιστούν δυσβάσταχτο το κόστος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, είτε επιβάλλουν όρους και προϋποθέσεις που δυσχεραίνουν υπερμέτρως την απονομή τόσο της προσωρινής όσο ακόμη και της οριστικής δικαστικής προστασίας. Στην Ελλάδα του 2012 για τη δικαστική προστασία φαίνεται πια να ισχύει το «ού παντός εστί πλείν ες Κόρινθον»!
II. Όλες οι δρακόντειες αυτές νομοθετικές παρεμβάσεις είναι αντίθετες όχι μόνο προς το Σύνταγμά μας αλλά και προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο. Το αποδεικνύουν εναργώς:
Α. Η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, με προνομιακώς αντιπροσωπευτικό πεδίο τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως έχει διαμορφωθεί ιδίως μετά το 1975.
Β. Η νομολογία κυρίως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο αυτές νομολογίες λειτουργούν σωρευτικώς, ως προς τον όγκο των παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από την τροϊκανής έμπνευσης νομοθεσία, επειδή η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
III. Πρέπει να επισημανθεί με έμφαση ότι τώρα φαίνεται το δραματικό κενό που άφησε πίσω της η τακτική της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου η οποία, δυστυχώς, ουδέποτε μετά τα Μνημόνια διαπραγματεύθηκε με την Τρόικα αντιτάσσοντάς της τα ίδια τα θεσμικά της όρια. Υπό τα δεδομένα αυτά καθίσταται προφανές ότι έχει σημάνει η ώρα της ελληνικής και της ευρωπαϊκής δικαιοσύνης, ώστε ν’ αποτελέσουν το θεσμικό εκείνο αντίβαρο, το οποίο είναι σε θέση να προκαλέσει δραστική ανάσχεση και, τέλος, πλήρες ανάχωμα στην ανεξέλεγκτη δράση της Τρόικας.
Ειδικότερα, με αφορμή τις σχετικές διαφορές που εισάγονται στα ελληνικά δικαστήρια μέσω των αντίστοιχων ένδικων βοηθημάτων και μέσων, τα δικαστήριά μας έχουν την ευχέρεια –μάλλον την υποχρέωση πια- να διατυπώσουν και ν’ απευθύνουν όλα τ’ αντίστοιχα προδικαστικά ερωτήματα στους ευρωπαϊκούς δικαστικούς θεσμούς, ως προς τις ρυθμίσεις εκείνες των δικαιωμάτων του ανθρώπου που, όπως εκτέθηκε, παραβιάζουν ευθέως και την ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Πιστεύω ότι θα ήταν αδιανόητο για τους θεσμούς αυτούς να μην τηρήσουν στο ακέραιο την ως τώρα νομολογιακή τους γραμμή, που υπερασπίζεται αποτελεσματικά, σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο, και τη δημοκρατική αρχή και το κοινωνικό κράτος. Με άλλες λέξεις πιστεύω ότι, αιρόμενοι στο ύψος των περιστάσεων, δεν θα υιοθετήσουν την –απαξιωτική για το κύρος τους- τακτική της νομολογίας δύο ταχυτήτων. Και μια τέτοια θεσμική απόφανση από τους ίδιους τους ευρωπαϊκούς δικαστικούς θεσμούς στ’ αντιδημοκρατικά και αντικοινωνικά κελεύσματα της Τρόικας, είναι αδύνατο να υπερκερασθεί –τουλάχιστον χωρίς τεράστιο συνολικό ευρωπαϊκό κόστος- από αυτήν.
Συμπερασματικώς, την κατάλληλη απάντηση στην καταστροφική της πολιτική και σε βάρος των ελληνικών θεσμών η Τρόικα πρέπει να την πάρει με βάση τους κανόνες που καθορίζουν την αρμοδιότητά της και από τα όργανα εκείνα, τα οποία ελέγχουν τη νομιμότητα των ενεργειών της. Άλλωστε στην –δυστυχώς άκρως κυνική στις μέρες μας- διεθνή σκηνή έχει αποδειχθεί ότι τα «εξ οικείων βέλη» είναι και τα πιο αποτελεσματικά.
ΠΗΓΗ: Τύπος της Κυριακής
Σχόλια