Πίσω στο 1994 γύρισε η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τον πληθυσμό της βάσει των στοιχείων της απογραφής 2021, τα οποία ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή την Τρίτη. Σύμφωνα με τα ποσοτικά στοιχεία, ο πληθυσμός της χώρας υπολογίζεται σε 10.432.481, όταν κατά την απογραφή του 2011, ο μόνιμος πληθυσμός ανερχόταν σε 10.816.286. Η μείωση των κατοίκων της Ελλάδας φτάνει τα 383.805 άτομα και ποσοστιαία το 3,5%.
Το ποσοστό και ο απόλυτος αριθμός των κατοίκων δε λέει πολλά από μόνο του ειδικά αν αυτό συνδυαστεί με το γεγονός ότι τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν είναι αποκλειστικά ποσοτικά χωρίς κανένα ποιοτικό χαρακτηριστικό, ηλικιακό, κοινωνικό, κλπ.
Αντίστοιχος ήταν ο πληθυσμός της χώρας και το 1994: «Θα έλεγε κανείς και τι πάθαμε το 1994. Αλλά η κατάσταση δεν είναι ακριβώς η ίδια», λέει στο «ethnos.gr» η Αλεξάνδρα Τραγάκη, καθηγήτρια οικονομικής δημογραφίας στο τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου. Η ίδια εξηγεί ότι υπάρχει μία βασική διαφορά: Ο πληθυσμός της χώρας είναι ήδη σημαντικά πιο γηρασμένος καθώς 28 χρόνια μετά ο μισός πληθυσμός πλέον είναι άνω των 45 ετών, ενώ το 1994 ήταν κάτω των 36 ετών.
Κι αυτή δεν είναι η μοναδική διαφορά. Ενώ το 1994 ο αριθμός των γεννήσεων ήταν μεγαλύτερος των 100.000 και ο αριθμός των θανάτων 90.000, σήμερα ο αριθμός των γεννήσεων έχει υποχωρήσει στις 80.000, αλλά οι θάνατοι έχουν ξεπεράσει τους 120.000 ετησίως.
Πρόκειται για μία κατάσταση με την οποία θα πρέπει πιθανότα να να συμφιλιωθούμε τουλάχιστον για την επόμενη 20ετία, καθώς ακόμα και αν με ένα μαγικό τρόπο ο ρυθμός των γεννήσεων αυξανόταν στα 2 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία από 1,3 με 1,4 που είναι τώρα, το δημογραφικό πρόβλημα δε θα λυνόταν αυτόματα: «Είμαστε μία χώρα με γηρασμένο πληθυσμό. Εφόσον λοιπόν έχουμε πολλούς ηλικιωμένους, θα συνεχίσουμε να έχουμε και πολλούς θανάτους οπότε ο πληθυσμός για τα επόμενα χρόνια θα φθίνει. Ο αριθμός των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία μειώνεται χρόνο με το χρόνο. Σήμερα ακόμα και αν οι γυναίκες ηλικίας από 20 έως 49 ετών που γεννήθηκαν και οι ίδιες σε μία εποχή χαμηλής γονιμότητας αποφάσιζαν όλες να κάνουν από 2 παιδιά δε θα έφταναν για να ισοφαρίσουν τους θανάτους. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα θα έπρεπε να αποδεχτούμε ότι η μείωση του πληθυσμού θα συνεχιζόταν και ενώ θα αυξανόταν η γονιμότητα, δε θα συνέβαινε το ίδιο με τον αριθμό των γεννήσεων καθώς ο αριθμός των γυναικών θα είναι ήδη σημαντικά μικρότερος».
Σε κάθε περίπτωση για τους ειδικούς επιστήμονες η συρρίκνωση του πληθυσμού της Ελλάδας δεν αποτέλεσε έκπληξη: «Ο πληθυσμός είναι κατά 380.000 μικρότερος. Υπολογίζουμε ότι σε περίπου 270.000 υπολογίζεται η διαφορά γεννήσεων – θανάτων, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό σχετίζεται κυρίως με το μεταναστευτικό ισοζύγιο όπου υπολογίζεται ότι οι έξοδοι ήταν περισσότερες από τις εισόδους», λέει η κυρία Τραγάκη.
Στο σημείο αυτό ουδείς μπορεί να εκτιμήσει εάν πρόκειται για ξένους μετανάστες που έφυγαν από τη χώρα μας ή για Έλληνες που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη αλλού καθώς θα πρέπει να αναμένονται τα ποιοτικά στοιχεία. Βέβαιο, πάντως, θα πρέπει να θεωρείται το γεγονός ότι οι μετανάστες που κατοικούν στην Ελλάδα σε ένα βαθμό υποεκπροσωπήθηκαν στο δείγμα του πληθυσμού, όπως άλλωστε έχει συμβεί και στο παρελθόν. Υπάρχουν περιπτώσεις που μετανάστες χωρίς ΑΜΚΑ και ΑΦΜ προσπάθησαν να απογραφούν ηλεκτρονικά καθώς στις αρχικές σελίδες δεν τους ζητούνταν αυτά τα στοιχεία, αλλά στην ολοκλήρωση της διαδικασίας έπρεπε να τα συμπληρώσουν οπότε η προσπάθεια έμεινε στη μέση.
Οι μετανάστες διεθνώς αποτελούν μια πηγη διαρροής για τη στατιστική αν και δεν είναι οι μόνοι καθώς πάντα υπάρχει μία διαφυγή είτε από αμέλεια είτε από φόβο των πολιτών να απογραφούν.
Στην τελευταία απογραφή, πάντως, καθυστέρησε σημαντικά και η ενημερωτική καμπάνια, εξηγεί η κυρία Τραγάκη: «Άργησε πολύ η καμπάνια ενημέρωσης. Είχαν ήδη ανοίξει οι πλατφόρμες για την απογραφή, είχαν εμφανιστεί και εκδιωχθεί από σπίτια οι πρώτοι απογραφείς και μετά άρχισαν να ακούγονται τα σποτάκια στο ραδιόφωνο».
Παράλληλα η διαδικασία ξεκίνησε φέτος μέσα στο χειμώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι απογραφές γίνονται συνήθως άνοιξη. Ο καιρός είναι καλύτερος και οι ημέρες μεγαλύτερες. Το χειμώνα σκοτεινιάζει πολύ νωρίς και οι απογραφείς έχουν ελάχιστο χρόνο για να καλύψουν την απαιτούμενη γεωγραφική περιοχή.
Δύσκολες οι συγκρίσεις. Κάθε φορά εισάγονται νέα δεδομένα
Η φετινή απογραφή χαρακτηρίστηκε κυρίως από δύο πράγματα, από τη μία τη διεξαγωγή της και ηλεκτρονικά και από την άλλη την άρνηση από πολλούς να συμμετάσχουν στη διαδικασία.
Ωστόσο όπως εξηγεί η κυρία Τραγάκη, σε κάθε απογραφή υπάρχει και η εισαγωγή μια νέας μεθοδολογίας, γεγονός που από μόνο του δυσκολεύει τη σύγκριση με το παρελθόν.
Θυμίζει ότι το 2001 είχε εισαχθεί ειδικό ερωτηματολόγιο για τους μετανάστες. Το 2011 και ενω η απογραφή γινόταν πάντα μία συγκεκριμένη ημέρα και συνήθως μια Κυριακή του Μαίου, εισήχθη η λογική της 15θήμερης προθεσμίας. Τότε είχε εκτιμηθεί ότι περίπου 1,5 εκατομμύριο άτομα δεν είχαν απογραφεί.
Στην πρόσφατη απογραφή η διαδικασία ουσιαστικά διήρκησε αρκετά περισσότερο, σχεδόν τέσσερις μήνες. «Αν και η "ξεχειλωμένη" διάρκεια μιας απογραφής μπορεί να καταστεί προβληματική, το μεγαλύτερο διάστημα αυτή τη φορά φαίνεται να βοήθησε στην αύξηση της ανταπόκρισης στην ηλεκτρονική διαδικασία» σημειώνει η καθηγήτρια του Χαροκοπείου.
Ωστόσο η διαδικασία είχε πολλά εμπόδια με βασικότερο όλων τη συνεχιζόμενη πανδημία. Ο κόσμος είχε μεγαλύτερη επιφύλαξη στο να ανοίξει την πόρτα του σε έναν ξένο, ενώ η πανδημία συνέτεινε και στις θεωρίες συνωμοσίας που συνδυάστηκαν και με τον εμβολιασμό για τον κορονοιό μετατρέποντας μια σημαντική μερίδα πολιτών σε αρνητές απογραφής.
Ο στόχος, πάντως, παραμένει αυτή η απογραφή να είναι η τελευταία σε αυτή τη μορφή, αν κάτι παρόμοιο είχε ειπωθεί και το 2011. Παρόλα αυτά τώρα είμαστε ακόμα πιο κοντά στο πέρασμα σε ένα μητρώο και την επικαιροποίησή του ώστε να μη χρειαζόμαστε απογραφείς, αλλά μέσα από τον ΑΜΚΑ και τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων να γνωρίζει η Πολιτεία εάν ένα πρόσωπο βρίσκεται εν ζωή, που ζει, κλπ.
Τι γίνεται στο εξωτερικό
Γενικότερα στον κόσμο το σύστημα της απογραφής έχει υποστεί αλλαγές τις τελευταίες δεκαετίες. Οπως λέει η κυρία Τραγάκη, δεδομενου ότι η κινητοποίηση των απογραφέων και η επιστράτευση του κόσμου για μια μέρα θεωρήθηκε μια διαδικασία ιδιαιτέρως δαπανηρή, οι Αγγλοσάξωνες, οι οποίοι έχουν και αυξημένη απογραφική συνείδηση ήδη εφαρμόζουν ένα διαφορετικό σύστημα. Τους αποστέλλεται φάκελλος με ερωτηματολόγιο και το απαντούν: «Ωστόσο πρόκειται για έναν πληθυσμό που γνωρίζει την αξία της απογραφής και δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα και τα κίνητρα του κράτους».
Στη Γαλλία πάλι η διαδικασία είναι υβριδική καθώς στηρίζεται κατά 50% στο μητρώο και κατά 50% στην απογραφή, η οποία όμως διενεργείται ανά περιφέρεια κυλιόμενα και μέσω αυτής επικαιροποιουνται και τα μητρώα. Έτσι, για παράδειγμα ο κάτοικος του Παρισού θα απογραφεί τη μια χρονιά, ο κάτοικος της Μασσαλίας μία επόμενη, κοκ μέχρι να παρέλθει 5ετία οπότε και θα γίνει εκ νέου απογραφή στο Παρίσι.
Μείωση πληθυσμού: Ένα πρόβλημα με πολλές όψεις
Εκτός από τη σημασία του για το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, το αποτέλεσμα της απογραφής επηρεάζει μια σειρά πραγμάτων και διαδικασιών: από την αλλαγή των εκλογικών εδρών στις Περιφέρειες έως τις επιδοτήσεις και τα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Από την άλλη η γήρανση του πληθυσμού έχει σημαντικές επιπτώσεις στα οικονομικά, κοινωνικά και ασφαλιστικά δεδομένα μιας χώρας και στη βιωσιμότητα των σχετικών συστημάτων.
Οι περιφέρειες της χώρας και οι αυξομειώσεις
Μόνο σε μία Περιφέρεια της χώρας, αυτή του Νοτίου Αιγαίου εμφανίζεται αύξηση του πληθυσμού σε ποσοστό 5% με τον μόνιμο πληθυσμό να ανέρχεται σε 324.542 κατοίκους από 309.000 το 2011.
Αντίστοιχα τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή μείωση είδε η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας με πτώση 10,1% και ακολουθούν η Στερεά Ελλάδα με 7,7%, η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη με 7,6% και η Πελοπόννησος με 6,8%.
Αναλυτικά η πορεία του πληθυσμού στις υπόλοιπες Περιφέρειες τη δεκαετία 2011 – 2021 είχε ως εξής:
- Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας: - 4,8%
- Περιφέρεια Ηπείρου: - 5,1%
- Περιφέρεια Θεσσαλίας: - 6,2%
- Περιφέρεια Ιονίων Νήσων: - 3,4%.
- Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας: - 5,4%
- Περιφέρεια Αττικής: - 0,9%
- Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου: - 2,6%
- Περιφέρεια Κρήτης: - 0,9%.
Σε απόλυτους αριθμούς η Αττική εμφανίζει, όπως ήταν αναμενόμενο, το μεγαλύτερο πληθυσμό με 3.792.469 κατοίκους μειωμένος κατά 35.965 άτομα σε σχέση με το 2011, ενώ ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία, με 1.792.069 κατοίκους, με τη μείωση να υπολογίζεται στους 90.039 κατοίκους σε σχέση με το 2011. Στον αντίποδα στην τελευταία θέση βρίσκεται η περιφέρεια Βορείου Αιγαίου με 194.136 κατοίκους.
Σχολιάζοντας την περίπτωση του Νοτίου Αιγαίου η κυρία Τραγάκη σημειώνει ότι προκύπτει κάτι ενδιαφέρον, μία ενίσχυση του πληθυσμού σε ακριτικά και απομακρυσμένα νησιά όπως το Καστελόριζο, η Κάσος ή η Κάλυμνος, ενώ δε συμβαίνει το ίδιο με την επίσης ακριτική Ανατολική Θράκη.
Περαιτέρω αστικοποίηση
Ένα από τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα πρώτα ποσοτικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν, είναι η περαιτέρω αστικοποίηση του πληθυσμού. Ετσι, ενώ η πτώση είναι εμφανής σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας πλην αυτής του Νοτίου Αιγαίου και ο πληθυσμιακός χάρτης της Ελλάδας αποτελεί ένα σύνολο αρνητικών προσήμων, η Αττική φαίνεται να αντέχει με μία ελαφρά κάμψη και πληθυσμό που ανέρχεται σε 3.792.469 κατοίκους μειωμένος κατά 35.965 άτομα σε σχέση με το 2011.
Ταυτόχρονα ανοδικές πληθυσμιακές τάσεις δείχνουν και άλλα μικρά ή μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας μεταξυ των οποίων τα Γιάννενα, η Χαλκίδα, η Καλαμάτα, η Ξάνθη, η Λάρισα, το Ηράκλειο, τα Χανιά, το Ρέθυμνο (σε μικρότερο βαθμό) και η Μυτιλήνη, αλλά όχι η Πάτρα που εμφανίζει μείωση που ενδεχομένως αποδίδεται σε υψηλότερα ποσοστά ανεργίας.
Αυτό ίσως εξηγείται από τις μετατοπίσεις από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές ενός νομού, ενώ σε ένα βαθμό μπορεί να οφείλεται και στο γεγονός ότι πολλοί πολίτες επέλεξαν να απογραφούν στον τόπο καταγωγής αντί για τον τόπο κατοικίας τους.
Την ίδια στιγμή η αύξηση του πληθυσμού στο Νότιο Αιγαίο δεν αφορά ισομερώς όλα τα νησιά καθώς για παράδειγμα στη Σύρο, την Ανδρο, την Κέα, την Κύθνο, τη Μύκονο και την Τήνο ο μόνιμος πληθυσμός εμφανίζει μία κάμψη.
Η περίπτωση της Αθήνας
Αν και η Αττική εμφανίζει πτώση που δε φτάνει ούτε το 1%, στο κέντρο της πόλης, στον κεντρικό τομέα δηλαδή, παρατηρείται ότι η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στα χρόνια της κρίσης όχι μόνο δε βελτιώθηκε, αλλά η πληθυσμιακή αιμορραγία συνεχίζεται αμείωτη. Η μείωση του πληθυσμού είναι τριπλάσια και πλέον από τη συνολική στο νομό (3,2%), σε αντίθεση με άλλους τομείς: «Παρατηρείται μια σταθερή υποβάθμιση του κέντρου της Αθήνας και μία μετατόπιση του πληθυσμού προς το βόρειο και ανατολικό τομέα καθώς και επιλεκτικά σε περιοχές του νότιου, όπως ο Αλιμος και η Γλυφάδα».
Συγκεκριμένα, ο Βόρειος τομέας εμφανίζει αύξηση 1,1% με την τάση να επιβεβαιώνεται σχεδόν σε όλους τους δήμους με εξαίρεση ελάχιστους μεταξύ των οποίων οι δήμοι Αμαρουσίου, Λυκόβρυσης – Πεύκης και Νέας Ιωνίας.
Αύξηση εμφανίζει και ο τομέας Ανατολικής Αττικής (2,8%) καθώς και αυτός της Δυτικής Αττικής (2,4%). Η Δυτική Αττική μάλιστα εμφανίζει μεγαλύτερο αριθμό ανδρών στον Ασπρόπυργο και στα Μέγαρα συγκριτικά με αυτόν των γυναικών σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες. Οσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό, η κυρία Τραγάκη επισημαίνει ότι εξηγείται: «Είναι μια πιο νεανική περιοχή, έχει άλλη δυναμική από μόνη της. Στις περιοχές με νεότερο σε ηλικία πληθυσμό ή σημαντική παρουσία μεταναστών παρατηρείται να υπερτερούν αριθμητικά οι άντρες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για μια σειρά από λόγους, να μην έχει μετατοπιστεί ο πληθυσμός, να υπάρχει αλλοδαπός πληθυσμός που εργάζεται στην περιοχή, να υπάρχουν Ρομά, κλπ».
Αντιθέτως μειωμένος είναι ο πληθυσμός στο νότιο τομέα (- 0,5%), τον Πειραιά (- 1,3%) και τα νησιά (- 6,3%).
Σχόλια